- ανωμοτι
- ἀνωμοτίἀν-ωμοτίadv. без клятвы, не клянясь Her.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀνωμοτί — without oath indeclform (adverb) ἀνωμοτίς indeclform a̱priv (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… … Dictionary of Greek